- ξανεμίζω
- μετ.1) развевать, пускать по ветру; 2) перен. проматывать (деньги, имущество); транжирить; просаживать (прост.); 3) разрушать, расстраивать; делать несбыточными (планы, надежды)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξανεμίζω — (Μ ξανεμίζω) βλ. εξανεμίζω … Dictionary of Greek
εξανεμίζω — και ξανεμίζω (Μ ἐξανεμίζω και ξανεμίζω) 1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του») 2. (για μαλλιά) ανεμίζω 3. κινώ στον άνεμο μσν. (αμτβ.) πέρδομαι … Dictionary of Greek